ἐξέχρη

ἐξέχρη
ἐκ-χράω 1
fall upon
imperf ind act 3rd sg (doric)
ἐκ-χράω 2
proclaim
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
ἐκ-χράω 2
proclaim
imperf ind act 3rd sg (doric ionic aeolic)
ἐκ-χραύω
scrape
imperf ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκχράω — (I) ἐκχράω ιων. τ. ἐκχρέω (Α) 1. εξαρκώ, επαρκώ, είμαι επαρκής για κάτι, ικανοποιώ, αρέσω 2. απρόσ. ἐκχρήσει, ἐξέχρησε με απρμφ. θα είναι ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῡτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» πώς θα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”